- ζαβομάρα
- η1) строптивость, своенравие, упрямство; 2) неуравновешенность; 3) одурь, одурение, головокружение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζαβομάρα — ζαβομάρα, η και ζαβάδα, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ζαβός (βλ. λ.): Από τη ζαβομάρα του δεν ξέρει τι κάνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζαβομάρα — η 1. ζαβάδα 2. η κατάσταση τού ζαβωμένου ή ζαβλακωμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαβός + κατάλ. μάρα (πρβλ. χαζομάρα)] … Dictionary of Greek